προσαυλώ

προσαυλώ
-έω, Α
1. συνοδεύω με τον αυλό («τοὺς αὐλοὺς λαβὼν ἄξιον ἐμοῡ καὶ σοῡ προσαύλησον μέλος», Αριστοφ.)
2. συνοδεύω με ομοφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + αὐλῶ (< αὐλός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποταυλώ — έω, Α (δωρ. τ.) προσαυλῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. τού ποτί*. + αὐλῶ (< αὐλός)] …   Dictionary of Greek

  • προσαύλησις — ήσεως, ἡ, Α [προσαυλῶ] συνοδεία άσματος από αυλό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”